Μεσαιωνικό Φρούριο Πιάδας, Νέα Επίδαυρος

Ιστορικά στοιχεία
Πολλές είναι οι διαφορετικές ονομασίες που μαρτυρούνται σε δυτικούς πορτολάνους από την αρχή του 14ου αι., όπως Preduia, Pedruia, Predena, Pednera, ενώ στους ελληνικούς πορτολάνους μαρτυρείται με το όνομα Πιάδα (Piada). Παράλληλα, απαντούν και οι ονομασίες Pigiada, Pegiada, Pyegata, Pleda, Pedroia.
Η Πιάδα φαίνεται πως ιδρύθηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με σκοπό την προστασία των κατοίκων από τις πειρατικές επιθέσεις που σημειώνονται εκείνη την εποχή στη θάλασσα. Κατά την σύγκρουση Βυζαντινών και Φράγκων στις αρχές του 13ου αι., η Πιάδα πιθανώς λειτούργησε ως σημαντικός λιμένας για την ενίσχυση των Βυζαντινών από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους, ο οικισμός ανήκε στην καστελανία της Κορίνθου. Αποτέλεσε στη συνέχεια τμήμα της προίκας της Bartholomée Chauderon και δόθηκε το 1272 ως φέουδο στον Nicolo Ghisi του ενετικού οίκου Ghisi του Αρχιπελάγους. Το 1342, η Πιάδα πέρασε στα χέρια του Nicola Acciaiuoli και μεταξύ του 1365 και 1394 βρισκόταν στην κυριαρχία του Nerio Accaiuoli. Μετά το 1400, την ευρύτερη περιοχή της Πιάδας κατείχε η οικογένεια των Καταλανων αρχόντων της Αίγινας Capoena. Ωστόσο, το 1463 και το 1467, όπως πληροφορούμαστε από χωρογραφικούς πίνακες των κάστρων, η Πιάδα πέρασε στα χέρια των Ενετούς και μάλιστα αναφέρεται στην απογραφή Grimani του 1700 ως Pigiada.
Το 1821, στην Πιάδα πραγματοποιήθηκε η Α' Εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου ελληνικού κράτους (20 Δεκεμβρίου 1821), κατά την οποία αποφασίστηκε το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδος και ορίστηκε η ελληνική σημαία ως εθνικό σύμβολο.
Περιγραφή
Το κάστρο πιθανώς κατασκευάστηκε στους βυζαντινούς χρόνους και συμπληρώθηκε στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Έχει ακανόνιστο σχήμα καθώς ακολουθεί το φρύδι του βράχου. Η κάτοψή του είναι μακρόστενη, εκτεινόμενη στον άξονα Α-Δ και έχει μήκος περίπου 120μ. και πλάτος μεταξύ 15 και 20 μ. Τα τείχη είναι κάθετα με πάχος περίπου 0,70μ. Είναι κατασκευασμένα από αδρά πελεκημένους λίθους μεσαίου μεγέθους με συνδετικό κονίαμα και τμήματα κεραμιδιών.
Οχυρωμένες με τείχος είναι μόνο η νότια, δυτική και ανατολική πλευρά του, ενώ η βόρεια έχει αφεθεί ατείχιστη λόγω της φυσικής οχύρωσης που παρέχει η απότομη χαράδρα του Βόθυλα. Η πύλη του κάστρου βρισκόταν στα ανατολικά. Στη νότια πλευρά σώζονται τα κατάλοιπα πεταλόσχημου προμαχώνα (;) και δυο αρκετά κατεστραμένων τετράπλευρων πύργων.
Ο κεντρικός πύργος, τετράγωνης κάτοψης, βρισκόταν στα βοειοδυτικά, στο ψηλότερο σημείο του υψώματος. Σώζεται τώρα πια μόνο το δάπεδο που ανήκε στη δεξαμενή, η οποία βρισκόταν στο κατώτερο τμήμα του πύργου, και είναι επιχρισμένο από υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι).
Στο εσωτερικό του κάστρου, σώζονται ορισμένα οικοδομικά λείψανα, εκ των οποίων τα ερείπια δυο μονόχωρων ναών. Σε καλή κατάσταση σώζεται στα δυτικά ένας τρίτος μονόχωρος καμαροσκεπής ναός, αφιερωμένος στον Άγ. Ιωάννη τον Θεολόγο. Ο ναός, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή τοιχογραφήθηκε το 1710, ενώ σώζει εντοιχισμένη ανάγλυφη πλάκα μεσοβυζαντινών χρόνων, με μεταγενέστερα χαραγμένη τη χρονολογία 1708.