Μετάβαση στο κεντρικό περιεχόμενο

Αρχαιολογικός χώρος Ηραίου, Άργος

Το Ηραίο, ιερό της θεάς Ήρας, πολιούχου της πόλης-κράτους του Άργους, ήταν το επίσημο θρησκευτικό της κέντρο, παρόλο που βρίσκεται σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από αυτήν. Στον ελληνικό χώρο υπάρχουν πολλές ανάλογες περιπτώσεις, όπως π.χ. το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, στις οποίες οι πόλεις-κράτη προσεταιρίστηκαν μετά την ίδρυσή τους τα παλαιότερα ιερά.

Το φημισμένο ιερό της θεάς είναι κτισμένο στη νοτιοανατολική πλαγιά ενός ομαλού υψώματος στους νότιους πρόποδες της οροσειράς Εύβοια, ακριβώς κάτω από την ψηλότερη κορυφή της Ακραίας. Στα δυτικά του το μικρό αυτό ύψωμα οριοθετείται από ένα χείμαρρο, το λεγόμενο «Ελευθέριον ύδωρ» (σημερινό Ρέμα του Κάστρου), που χρησιμοποιούσαν τις ιερές της Θεάς για τον εξαγνισμό τους. Στα ανατολικά του υψώματος βρίσκεται η Γλυκειά, ο αρχαίος ποταμός Αστερίων, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ένας από τους ποταμούς-κριτές που χάρισε στην Ήρα την προστασία του Άργους κατά τον συναγωνισμό της με τον Ποσειδώνα και μεταβλήθηκαν εξαιτίας της οργής του Θεού σε χειμάρρους.

Ο χώρος πρωτοανακαλύφθηκε από τον στρατηγό Gordon το 1831 και ερευνήθηκε αργότερα από τους Bursian και Ραγκαβή (1854), τον Schliemann και το Σταματάκη που έσκαψε το θολωτό τάφο (1878). Οι συστηματικές ανασκαφές που έγιναν από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Waldstein: 1892-95, Blegen: 1925-28) και αργότερα σε συνεργασία της Αμερικανικής και της Γαλλικής ΑρχαιολογικήςΣχολής (Caskey-Amandry: 1947-49), η οποία είναι γνωστή. Η Ακρόπολη της βρισκόταν στη θέση, όπου ιδρύθηκε αργότερα το ιερό.

Η χρήση του χώρου ξεκινά από την 3η χιλιετία π.Χ. τα πρώτα ωστόσο σημαντικά λείψανα, ο θολωτός τάφος στη θέση Ασπρόχωμα και το νεκροταφείο των θαλαμωτών τάφων δυτικά του ρέματος του Κάστρου, χρονολογούνται στους μυκηναϊκούς χρόνους (15 ο -13 ος αιώνας π.Χ.). Η περιοχή του Ηραίου συνδεόταν με τη μητρόπολη του μυκηναϊκού κόσμου με ένα σημαντικό δρόμο, του οποίου η πορεία προσδιορίζεται από τις γέφυρες που έχουν διατηρηθεί.

Στους ιστορικούς χρόνους, ήδη από τον 8 ο αιώνα π.Χ., σε χώρο σεβάσμιο κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους αναπτύσσεται το ιερό της Ήρας που οι Αργείοι, επιθυμώντας να ελέγξουν την περιοχή, προέρχονται ως κέντρο μιας Αμφικτυονίας των πόλεων της αργολικής πεδιάδας. Από τότε η πόλη συνδέεται με το ιερό με έναν δρόμο μήκους 8 χιλιομέτρων. Από τον 7 ο αιώνα π.Χ. η Ήρα γίνεται η σεβάσμια προστάτρια της πόλης του Άργους και τότε ιδρύεται στο Ηραίο ο πρώτος ναός της. Η σημασία του ιερού όχι μόνο για την πόλη αλλά και για το πανελλήνιο ειδικό συνεχώς, ενώ ο υπολογισμός της τοπικής χρονολόγησης βασίζεται στον χρονολογικό κατάλογο της ιερατείας των ιερειών του Ηραίου. Η λατρεία της θεάς στο Ηραίο πρέπει να είναι μυστηριακή και ο χαρακτήρας της να συνδέεται με τη μυκηναϊκή θεά της φύσης που ευλογεί την αφθονία.

Η μεγάλη ακμή του ιερού συντελείται τον 5 ο αιώνα π.Χ., ο χώρος όμως δεν λειτουργεί μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως βεβαιώνει και ο περιηγητής Παυσανίας (2 ο αιώνας μ.Χ.).

 

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο χώρος όπου ιδρύθηκε το ιερό της Ήρας είναι διαμορφωμένος σε δύο διαδοχικά ανισοϋψή πλατώματα. Η ανοδική πρόσβαση προς αυτά γίνεται στα νότια, από ένα τρίτο χαμηλότερο επίπεδο, από το οποίο ξεκινά μία μνημειώδης κλίμακα , συνολικού μεγέθους 81 μ., η οποία σε συνδυασμό με τον ισχυρό αναλημματικό τοίχο στα ανατολικά της λειτουργεί ως ένα τεράστιο ανάλημμα για το πρώτο άνδηρο. Δυτικά, στο μισό ύψος της μεγάλης κλίμακας, έχει κατασκευαστεί μια δωρική στοά (χώρος αναμονής) με διπλή κιονοστοιχία, ανοιχτή προς την πεδιάδα. Από το χώρο αυτό καθώς και από τη μνημειώδη κλίμακα θα παρακολουθούσαν οι προσκυνητές την πομπή που έφθανε από τον Άργο την ημέρα που γιόρταζαν τα «Εκατόμβαια». Το πλάτωμα, η στοά και η κλίμακα ανάγονται στον 5 ο αιώνα π.Χ.

Στο κέντρο του πρώτου επιπέδου πλατώματος οικοδομήθηκε το 420 π.Χ. με σχέδια του αργείου αρχιτέκτονα Ευπολέμου ο νέος ναός της θεάς , ένα δωρικό περίστυλο κτήριο από πωρόλιθο, με 6x12 κίονες, που διέθετε πρόναο, ναό και οπισθόδομο. Στο σηκό στεγαζόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας, έργο του αργείου γλύπτη Πολύκλειτου. Δίπλα της υπήρχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της κόρης της Ήβης, έργο του αργείου γλύπτη Ναυκύδη και ένα ξόανο της θεάς, που οι αργοί είχαν πάρει από την Τίρυνθα, το 468 π.Χ., όταν την κατέστρεψαν. Στα ανατολικά του ναού ιδρύθηκε η ελληνιστική εποχή ένας μακρόστενος ορθογώνιος βωμάς , διαστάσεων 17x2,40μ.. Ακόμα ανατολικότερα βρίσκεται ένα ναόμορφο οικοδόμημα με υπόστυλη αίθουσα χωρισμένη σε τέσσερα κλίτη, η οποία θυμίζει το Τελεστήριο της Ελευσίνας και που πιθανότατα τα χρησίμευα. Οικοδομήθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Στα δυτικά του πρώτου πλατώματος, θεμελιωμένο στο χαμηλότερο επίπεδο του χώρου, έξω από το ανάλημμα του ναού, βρίσκεται ένα πρωιμότερο κτήριο. Τετράπλευρο με κεντρική αυλή και τρία δωμάτια με ανάκλιντρα και τράπεζες, προφανώς αποτελούσαν χώρο συμποσίων . Βορειότερα από αυτό υπήρχε άλλη μία στοά του 5 ου αιώνα π.Χ. με ένα μεγάλο επίπεδο πλάτωμα στην πρόσοψη. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του πρώτου πλατώματος αναπτύσσεται συγκρότημα που μαζί με το κτήριο των συμποσίων ανήκει στον παλιό αρχαϊκό ναό.

Το ανώτερο πλάτωμα, διαστάσεων 56x34 μ., κατά ένα μέρος λαξευμένο στο βράχο και αντιστηριζόμενο από ένα ογκώδες κυκλικό ανάλημμα αποτελούσε το άνδηρο του παλιότερου ναού. Δύο στοές των αρχών του 6 ου αιώνα π.Χ. έχουν κατασκευαστεί πάνω στο άκρο του αναλήμματος. Η ανατολική και μικρότερη, παρόμοια με τη νότια στοά φέρει μετασκευές στο εσωτερικό της, ενώ δίπλα της υπάρχει μία άλλη κατά πολύ μεγαλύτερη. Ανάμεσα στις δύο στοές ένα πέρασμα οδηγεί στο επίπεδο, όπου βρίσκεται ο παλαιός ναός , ένας από τους πρώτους περίπτερους ναούς των αρχών του 7ου αιώνα π.Χ., ο οποίος κάηκε το 423 π.Χ. από απροσεξία της ιερείας Χρυσηίδας.

Το Ηραίο διατήρησε την ακμή του μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Δύο κτήρια αυτής της περιόδου βρίσκονται στα δυτικά του ιερού. Το νοτιότερο σε σχήμα Γ είναι Γυμνάσιο, ενώ το βορειότερο Λουτρό. Ο χώρος διατηρήθηκε από τους Αργείους ως σεβαστό ερείπιο μέχρι τους χρόνους της Παυσανίας.