Αρχαία πόλη Ερμιόνης
Η Ερμιόνη, πρώην Καστρί, το γραφικότερο επίνειο της ανατολικής παραλίας της Ερμιονίδας εκτείνεται πάνω σ’ ένα ακρωτήριο που εισχωρεί στον ομώνυμο κόλπο και ορίζεται στο ανατολικό και δυτικό της άκρο από ορατές και σήμερα αρχαιότητες. Μέσα από τις αρχαίες γραπτές πηγές, τα ορατά ερείπια και τα ευρήματα των ανασκαφών μπορούμε να αναπλάσουμε της Ιστορία της αρχαίας πόλης.
Κατά τον Αριστοτέλη οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ερμιόνης πρέπει να ήταν Κάρες. Πριν από την Κάθοδο των Δωριέων δημιουργείται η Αμφικτυονία της Καλαβρίας, της οποίας η Ερμιόνη ήταν μέλος. Στα ιστορικά χρόνια οι Ερμιονίτες θεωρούν τους εαυτούς τους Δρύοπες, οι οποίοι μετανάστευσαν στην περιοχή κατά την κάθοδο των Δωριέων από τη μακρινή κοιτίδα τους στον Παρνασσό ή την Οίτη. Δεν γνωρίζουμε ποια ιστορική στιγμή έλαβε χώρα ο εκδωρισμός της πόλης, ο οποίος μαρτυρείται από τη γλώσσα και τα έθιμα. Πιθανά πρόκειται για μία σταδιακή και ειρηνική διαδικασία κατά την οποία το βάρος της επιρροής πέρασε από το Άργος στη Σπάρτη. Στα 525 π.Χ. οι Ερμιονείς πουλούν το νησί της Ύδρας στους εκδιωχθέντες από τον Πολυκράτη Σαμίους. Στα 460 π.Χ. παραχωρούν στους εκδιωχθέντες Τιρύνθιους τμήμα κοντά στο σημερινό Πόρτο Χέλι, όπου ιδρύεται η πόλη των Αλιέων. Στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων συμμετέχουν με 3 πλοία στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.) και 300 άνδρες στις Πλαταιές (479 π.Χ.). Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Ερμιόνη ως ανήκουσα στην πελοποννησιακή συμμαχία καταστρέφεται από τους Αθηναίους στα 430 π.Χ. Μεταξύ 350 και 322 π.Χ. χρονολογούνται τα νομίσματα της πόλης με το κεφάλι της Δήμητρας. Στα 316 π.Χ. ο Κάσσανδρος προσεταιρίζεται την πόλη, ενώ το 229 π.Χ. ο Άρατος την αναγκάζει να γίνει μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Από την εποχή αυτή σώζονται νομίσματα με την επιγραφή ΑΧΑΙΩΝ ΕΡΜΙΟΝΕΩΝ. Στα 224/3 π.Χ. κερδίζει την πόλη ο Κλεομένης. Από ένα ψήφισμα του τέλους του 3ου και των αρχών του 2ου αι. π.Χ., στο οποίο αναφέρονται αξιώματα και επαγγέλματα (άρχοντες, ταμίας, νομογράφος, δημιουργοί, θεαροδόκος, κοινή εστία) διαπιστώνουμε την αστική διαβάθμιση της κοινωνίας. Τον 1ο αι. π.Χ. πειρατές καταστρέφουν τους ναούς της Ερμιόνης. Την εποχή του Παυσανία η Ερμιόνη είναι μία μικρή πόλη με σημαντικά όμως ιερά, τα οποία περιγράφει ο περιηγητής. Η πόλη φαίνεται να μην έχει παρακμάσει, αντίθετα ψηφίσματα της αυτοκρατορικής περιόδου της ρωμαιοκρατίας βεβαιώνουν κάποια άνθηση.
Η Ερμιόνη είναι ένας τόπος με ομιλούσα ιστορία. Σε πολλά σημεία υπάρχουν ορατά αρχαία, τα οποία μαρτυρούν τη μακραίωνη πορεία της. Ακολουθώντας τα χνάρια του αρχαίου περιηγητή Παυσανία, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα μνημεία που περιγράφει. Ο Παυσανίας έρχεται το 2ο αι. μ.Χ. στην Ερμιόνη με πλοίο, αφού παραπλέει τον όρμο των Αγίων Αναργύρων (Κάπαρι) και αποβιβάζεται στο ανατολικό άκρο της Χερσονήσου Μπίστι. Η περιγραφή του χωρίζεται τοπογραφικά σε τρία μέρη: στο ανατολικό άκρο του ακρωτηρίου, στην κατοικημένη περιοχή της εποχής του και στο εκτός του τείχους δυτικό τμήμα της πόλης. Στον πρώτο χώρο αναφέρει ένα ιερό του Ποσειδώνα, δύο ναούς της Αθηνάς, έναν αρχαιότερο κατεστραμμένο και έναν νεότερο στο κέντρο του ακρωτηρίου, ένα στάδιο κοντά στο ναό της Αθηνάς καθώς και άλλους ναούς αφιερωμένους στον Ήλιο, τις Χάριτες, στο Σάραπι και την Ίσιδα. Τέλος αναφέρει και περιβόλους για τελετές αφιερωμένες στη Δήμητρα. Στο χώρο αυτό εντοπίζει και την αρχαία πόλη. Η σύγχρονή του πόλη φαίνεται πως είχε μετατοπισθεί προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας το χώρο που καλύπτει περίπου η σημερινή, αφού αναφέρει πως απέχει από το άκρο της Χερσονήσου τέσσερα περίπου στάδια δηλαδή 750μ. περίπου. Μέσα στην πόλη χωρίς ακριβή εντοπισμό αναφέρει δύο ναούς της Αφροδίτης, ένα ιερό της Δήμητρας Θερμασίας, ένα ναό του μελαναίγιδος Διονύσου, ένα ιερό της Αρτέμιδος, ένα ιερό της Εστίας, τρεις ναούς του Απόλλωνα και το νεότερο από όλα ιερό της Τύχης. Επίσης αναφέρει δύο κρήνες, μία αρχαία και μία των ημερών του, την οποία εντοπίζει στο κέντρο της πόλης κοντά στο λιμάνι. Το νερό σε αυτή την κρήνη έρχεται από την περιοχή του Λειμώνος. Η πόλη ολόκληρη περιβάλλεται από τείχος. Έξω από το τείχος και πάνω στον Πρώνα μνημονεύει το ιερό της Δήμητρας Χθονίας, ένα ναό του Κλυμένου (προσωνύμιο του θεού Άδη), έναν του Άρη και μία στοά της Ηχούς. Πίσω από αυτήν αναφέρει περιβόλους του Κλυμένου, του Πλούτωνα και την λεγόμενη Αχερουσία λίμνη. Στον πρώτο περίβολο πιστεύει πως βρισκόταν η είσοδος του Άδη, από όπου ο Ηρακλής έφερε στον επάνω κόσμο τον Κέρβερο. Τέλος κοντά στην Πύλη της πόλης και μέσα στο τείχος είδε το ιερό της Ειλείθυιας, θεάς που προστάτευε τις επίτοκες γυναίκες. Στην πύλη αυτή κατέληγε η οδός από τον Μάσητα.
Παρότι στην Ερμιόνη δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές μπορούμε να αναγνωρίσουμε ίχνη από πολλά μνημεία που αναφέρει ο Παυσανίας. Έτσι στο κέντρο του ακρωτηρίου διακρίνεται κάτω από τα τεράστια πεύκα η θεμελίωση ενός περίπτερου δωρικού ναού των πρώιμων κλασικών χρόνων. Αυτός πρέπει να είναι ο μεγάλος ναός της Αθηνάς. Ίχνη του αρχαίου λιμανιού ήταν ορατά στις αρχές του αιώνα στη θέση που είναι ο σημερινός μώλος καθώς και λείψανα της κεντρικής κρήνης της πόλης λίγο νοτιότερά του. Σε αυτήν θα πρέπει να κατέληγε το ρωμαϊκό υδραγωγείο που σώζεται σήμερα σε μεγάλο μήκος στη βόρεια κλιτύ του λόφου του Πρωνός με κατεύθυνση προς την πόλη. Επάνω στο λόφο, κάτω από την εκκλησία των Ταξιαρχών, πρέπει να τοποθετήσουμε το ιερό της Δήμητρας Χθονίας, ενώ λίγο βορειότερά του, κάτω από το παλιό κοινοτικό κατάστημα, την Στοά της Ηχούς. Το τείχος σώζεται σε πολλά σημεία και η πύλη του βρίσκεται σχεδόν στην είσοδο της σημερινής πόλης, στην ιδιοκτησία Βόντα.
Είναι περίεργο ότι εγκαταλείποντας την Ερμιόνη ο Παυσανίας, παρότι ακολουθεί την οδό προς τον Μάσητα, δεν αναφέρει τίποτε για τη θέση του νεκροταφείου, το οποίο εντοπίστηκε από τον αρχαιολόγο Αλέξανδρο Φιλαδελφέα στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι έρευνες στο χώρο αυτό συνεχίστηκαν στη διάρκεια των ετών 1991 έως 1994 από τη Δ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και μας έδωσαν τη δυνατότητα να σχηματίσουμε μια ακριβή εικόνα για τη διάταξη, την οργάνωση και την πυκνότητα της νεκρόπολης διαχρονικά.
Η αρχαιότερη χρήση του χώρου για ενταφιασμούς χρονολογείται στους Πρωτογεωμετρικούς και Γεωμετρικούς χρόνους (10ος έως 8ος αιώνας π.Χ.) και εκπροσωπείται από κτιστούς κιβωτιόσχημους τάφους που φιλοξενούν μία κάθε φορά ταφή. Η χρήση του νεκροταφείου συνεχίζεται στους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε οι τάφοι οργανώνονται σε ταφικούς περιβόλους που παρατάσσονται κατά μήκος μίας ταφικής οδού και λειτουργούν για αλλεπάλληλους ενταφιασμούς μέχρι την ύστερη αρχαιότητα (5ος αιώνας μ.Χ.).