Ancient Theatre, Argos

Στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Λάρισας ιδρύθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο (300-250 π.Χ.) στο Θέατρο. Το θέατρο που μπορεί να φιλοξενήσει έως και 20.000 θεατές είναι ένα από τα μεγαλύτερα αρχαία θέατρα στην Ελλάδα. Στη μακροχρόνια χρήση του διασκέδαζε τους μουσικούς και δραματικούς αγώνες της Νεμέας, καθώς και παιχνίδια προς τιμήν της Ήρας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή που πρέπει να καθιερωθούν αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα.
Τόσο το κοίλο, το μέρος όπου καθόταν οι θεατές, όσο και η ορχήστρα, όπου παίζονταν οι παραστάσεις, ήταν λαξευμένα μέσα στο φυσικό βράχο. Το Cavea αποτελείται από 89 σειρές καθισμάτων που χωρίζονται από τρεις ομόκεντρους διαδρόμους -τα διαζώματα- σε τέσσερα μέρη. Πέντε ακτινοβολούμενες σκάλες χώριζαν το κοίλο σε τέσσερις τομείς, τους κούνιους (κερκίδες). Οι κεντρικοί κουνοί ήταν λαξευμένοι στο βράχο, ενώ αυτοί στο κάτω μέρος του κοίλου ήταν κατασκευασμένοι από πέτρινους δόμους πάνω από την χωματερή. Η πρώτη σειρά θέσεων -προεδρία- προοριζόταν για αξιωματούχους.
Το θέατρο διέθεσε μια κυκλική ορχήστρα 26,68 μ. σε διάμετρο, που περιβαλλόταν από υδρορροή για τη ροή των νερών της βροχής. Οι ασβεστολιθικές πλάκες σχηματίζουν στο δάπεδο της ορχήστρας έναν κύκλο, ο οποίος γειτνιάζει με δύο ευθείες γραμμές. Η μορφή αυτή αναφέρεται πιθανώς στην πρόβλεψη του ρεφρέν που ήταν κυκλικό στον διθύραμβο και ορθογώνιο στην κωμωδία και την τραγωδία. Η πρόσβαση στην ορχήστρα γινόταν από δύο διαδρόμους στα βόρεια και στα νότια, τους παρόδους. Η πλαγιά του κοίλου στηριζόταν από ισχυρούς τοίχους αντιστήριξης.
Ένας επιμήκης χώρος, το προσκήνιο, με 20 κίονες στην πρόσοψή του ανοίχτηκε στην ορχήστρα. Πίσω από το προσκήνιο βρέθηκε η σκηνή στην οποία οδηγούσε δύο ράμπες. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως φόντο για τη δράση των ηθοποιών, ενώ εδώ έκαναν και τη μεταμφίεσή τους. Για την εμφάνιση του Χάροντα χρησιμοποιήθηκε μια υπόγεια δίοδος που οδηγούσε από τη σκηνή στην ορχήστρα, τη χαρώνεια σκάλα. Πίσω από τη σκηνή υπήρχε μια Δωρική στοά με την πρόσοψή της στα ανατολικά. Το θέατρο διέθεσε αρχικά μια είσοδο που βρέθηκε στα νοτιοανατολικά του γραφικού κτηρίου. Το 100 μ.Χ. Μια δεύτερη είσοδος προστέθηκε με μια ράμπα στα βόρεια αυτής.
Κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. (100-150 μ.Χ.), το γραφικό κτίριο του θεάτρου ανακατασκευάστηκε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα. Η σκηνή (postscaenium) επεκτάθηκε σε μήκος και βάθος και απέκτησε μια μνημειακή πρόσοψη (scenae frons) που είχε τρεις εισόδους. Το νέο λογείο (pulpitum) κάλυπτε το ανατολικό τμήμα της ορχήστρας και επιμήκυνε μέχρι τους αναλημματικούς τοίχους των παρόδων. Το πρόσωπο του λογείου προς την ορχήστρα ήταν διακοσμημένο με κόγχες, ενώ συμμετρικά στις δύο άκρες του ήταν θεμελιωμένες οι παρασκηνίες που συνδέονταν με την εξέδρα του λογείου. Τρεις σκάλες οδηγούσαν από το σημείο στο λογείο. Παράλληλα με τις δύο εισόδους στα νοτιοανατολικά της σκηνής που παρέμειναν σε χρήση, διαμορφώθηκε μια τρίτη είσοδος στη νότια πάροδο για την πρόσβαση των θεατών στο κοίλο. Η ελληνιστική στοά στα ανατολικά της σκηνής θα πρέπει να διατηρηθεί εν μέρει.
Μετά την εισαγωγή νέων θεαμάτων, όπως οι μονομαχίες και οι αγώνες με άγρια ζώα, κατασκευάστηκε φράχτης για την προστασία των θεατών, ο οποίος στερεώθηκε σε τρύπες που ανοίχτηκαν στο χώρο της ορχήστρας. Άλλες τρύπες στο χώρο του κοίλου συνεπάγονται την τοποθέτηση καταφυγίου (velum) για την προστασία των θεατών από τον ήλιο. Στα βόρεια της κεντρικής σκάλας κατασκευάστηκε νέα εξέδρα επισήμων (προεδρία). Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. το γραφικό κτήριο διακοσμήθηκε, ενώ ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρική διακόσμηση αντικατέστησαν το ξύλινο δάπεδο στις άκρες της σκηνής.
Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην ορχήστρα του θεάτρου κατασκευάστηκε δεξαμενή που χρησίμευε για σπορ στο νερό. Από τη νότια πάροδο ξεκινούσε μια μεγάλη υδρορροή για την αποστράγγιση του νερού, γύριζε το κοίλο στο επίπεδο του τέταρτου σκαλοπατιού και τροφοδοτούσε τη δεξαμενή της από τη βόρεια άκρη της. Το θέατρο έπαψε να λειτουργεί κατά τον 5ο - 6ο αιώνα μ.Χ. αλλά ένα μεγάλο μέρος του κοίλου του παρέμεινε ορατό και απεικονίστηκε από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν το Άργος κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής αποκάλυψαν το εξέχον μνημείο του Άργους.